-
1 παλυνω
1) сыпать, насыпать(ἄλφιτα λευκά Hom.; κόνιν ἐπὴ χρωτί Soph.)
π. ἀλφίτου ἀκτῇ Hom. — посыпать (свиную тушу) зернистой мукой2) покрывать(χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας Hom.; καλαμῖδα ἰξῷ Anth.; εὐρῶτι παλύνεσθαι Theocr.)
См. также в других словарях:
παλύνω — (Α) 1. επιτάσσω, πασπαλίζω με κάτι («διψίαν κόνιν παλύνας», Σοφ.) 2. ραντίζω κάτι με υγρό («κάρην ἱδρῶτι παλῡναι», Δίον. Περ.) 3. αλείφω, χρίω 4. (για το χιόνι) καλύπτω ελαφρά («χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλη (ΙΙ) «λεπτό… … Dictionary of Greek